μήνας

μήνας
I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε ερημική περιοχή, κοντά στη σημερινή Κιουτάχεια, όπου επιδόθηκε στον ασκητισμό. Κατά τη διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού πήγε στην πόλη Κοτύαιο και ομολόγησε τα θρησκευτικά του φρονήματα με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε βασανιστήρια και τελικά να αποκεφαλιστεί (296). Μετά τον αποκεφαλισμό, έκαψαν το σώμα του. Οι χριστιανοί παρέλαβαν τα λείψανά του και τα έθαψαν κοντά στην Αλεξάνδρεια, σε απόσταση 55 χλμ., από την πόλη. Ο τάφος του μετατράπηκε σε θρησκευτικό προσκύνημα, γι’ αυτό ο πατριάρχης της Αλεξάνδρειας Μέγας Αθανάσιος (326 - 373) διέταξε να χτιστεί εκεί ναός. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος (377 - 408) έχτισε νέα μεγαλοπρεπή βασιλική και ύστερα από 60 χρόνια ο αυτοκράτορας Ζήνων (479 - 491) διέταξε να δημιουργηθεί εκεί μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα, τα ερείπια του οποίου διασώζονται. Μετά την αραβική κατάκτηση (642) το λείψανο του Μ. μεταφέρθηκε στην αιγυπτιακή Βαβυλώνα, το σημερινό Παλαιό Κάιρο. Οι νομάδες της περιοχής όπου βρισκόταν το μοναστήρι, το λεηλάτησαν και χρησιμοποίησαν το οικοδομικό υλικό του. Γερμανική αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Κάουφμαν πραγματοποίησε ανασκαφές από το 1905 έως το 1907 στη σκεπασμένη με άμμο θέση του μοναστηριού, που βρίσκεται στα ΝΑ του Ελ Αλαμέιν, και έφερε στο φως σημαντικά ερείπια.
2. Άκμασε κυρίως την εποχή του Μαξιμιανού (286 - 305) ή του Μαξιμίνου (311 - 313). Ασπάστηκε τον χριστιανισμό στην Αλεξάνδρεια, όπου τον είχε στείλει ο αυτοκράτορας για να κατευνάσει τους κατοίκους της που είχαν στασιάσει. Ο Μ. κατόρθωσε να προσηλυτίσει τον έπαρχο που έστειλαν εναντίον του, αλλά τελικά μαρτύρησε με αποκεφαλισμό μαζί με τον νοτάριό του. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Δεκεμβρίου.
3. Μαρτύρησε μαζί με τον Ανδρέα, τον Ηράκλειο και το Φαύστο. Η μνήμη τους τιμάται στις 12 και στις 31 Αυγούστου.
4. Τον σκότωσαν με σπαθί. Μαζί του μαρτύρησαν και οι Θεόδωρος, Αμάδινος, Βενέριος, Ερκούλιος, Ερμής, Ευσέβιος, Κόμμοδος, Ιππόλυτος κ.ά. Η μνήμη τους τιμάται στις 30 Ιανουαρίου.
5. Μαρτύρησε με τόξο, μαζί με τους επίσης αββάδες Δαβίδ και Ιωάννη. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Απριλίου.
6. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (536 - 552). Βλ. λ. Μηνάς. Όνομα ιστορικών προσώπων.
II
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (536-552). Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και διακρίθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως προϊστάμενος του φιλανθρωπικού ιδρύματος του Σαμψών. Όταν ο Ιουστινιανός καθαίρεσε τον μονοφυσίτη Άνθιμο, ανέδειξε στη θέση του τον Μ. Το 536 ο νέος πατριάρχης συγκάλεσε Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τους μονοφυσίτες και τους υποστηρικτές τους. Επίσης, το 543, ο Μ. συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη και δεύτερη Σύνοδο, η οποία αναθεμάτισε τον Ωριγένη.
2. Βυζαντινός αγιογράφος (10ος αι.). Ήταν ένας από τους αγιογράφους που διακόσμησαν με 400 έγχρωμες μικρογραφίες το Μηνολόγιο που συντάχτηκε επί αυτοκράτορα Βασιλείου B’ (976 - 1025), το οποίο βρίσκεται τώρα στο Βατικανό.
* * *
ο (ΑΜ μήν, Α ιων. και αιολ. τ. μείς, δωρ. τ. μής, ηλιακός τ. μεύς)
1. το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια τού οποίου η Σελήνη διαγράφει την τροχιά της πραγματοποιώντας μια πλήρη περιφορά γύρω από τη Γη
2. καθεμιά από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις τού ηλιακού έτους που αποτελείται εναλλάξ από 31 ή από 30 ημέρες, με εξαίρεση τον Φεβρουάριο, ο οποίος έχει 28 ημέρες επί τρία συνεχή χρόνια και 29 τον τέταρτο χρόνο, ο οποίος λέγεται δίσεκτος
νεοελλ.
φρ.
1. αστρον. α) «συνοδικός ή σεληνιακός μήνας» — το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε έναν πλήρη κύκλο φάσεων τής Σελήνης, όπως φαίνονται από τη Γη
β) «αστρικός μήνας» — το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να επανέλθει η Σελήνη στην ίδια θέση βάσει τού συνόλου τών απλανών αστέρων
γ) «τροπικός μηνας» — το χρονικό διάστημα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις τής Σελήνης από το ίδιο μήκος στην ουράνια σφαίρα
δ) «δρακόντειος μήνας» — το χρονικό διάστημα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές αποκαταστάσεις τής Σελήνης στον ίδιο σύνδεσμο τής τροχιάς της, δηλ. στην τομή τής τροχιάς της με την εκλειπτική
ε) «ηλιακός ή ημερολογιακός μήνας» — χρονικό διάστημα το οποίο ισοδυναμεί με το ένα δωδέκατο τού τροπικού έτους
2. α) «μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει» — λέγεται για να δηλώσει ότι ο χρόνος περνάει γρήγορα ή για τους μισθωτούς που έχουν εξασφαλισμένο μισθό ή για εκείνους που είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν κάθε μήνα ένα ποσό
β) «μήνας τού μέλιτος» — ο πρώτος μήνας τής έγγαμης ζωής
γ) «βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα» — λέγεται για εκείνους που κατορθώνουν να εξασφαλίσουν ευμάρεια και είναι απαλλαγμένοι από βιοποριστικές ανάγκες
δ) «εννιά έχει ο μήνας» — λέγεται για κάποιον που είναι αμέριμνος και αδιάφορος
ε) «τον μήνα που δεν έχει Σάββατο» — ποτέ («θα πάρει τα χρήματα τον μήνα που δεν έχει Σάββατο»)
νεοελλ.-μσν.
1. χρονικό διάστημα που διαρκεί τριάντα συνεχείς ημέρες («δόθηκε παράταση ενός μήνα»)
2. φρ. «είμαι στον (εις τον) μήνα μου» — βρίσκομαι στον ένατο μήνα τής εγκυμοσύνης μου
μσν.
φρ. α) «ὁ μήνας τῶν πρωϊμάδων» — ο έβδομος μήνας τού ισραηλιτικού έτους, ο Νισάν
β) «μηνού μέρες» — χρονικό διάστημα ενός μήνα
αρχ.
1. ημισέληνος, μισοφέγγαρο
2. τμήμα τού μήνα το οποίο αντιστοιχεί σε μια φάση τής Σελήνης
3. το ορατό τμήμα τής Σελήνης
4. κόσμημα το οποίο έχει το σχήμα ημισελήνου
5. προστατευτικό κάλυμμα τής κεφαλής τών αγαλμάτων, μηνίσκος
6. φρ. α) «κατά μῆνα» ή «ἑκάστου μηνός» ή «τοῡ μηνός» — κάθε μήνα, μηνιαίως
β) «μὴν πλήρης» ή «μὴν κοῑλος» — μήνας 30 ή 29 ημερών
γ) «μὴν ἐμβόλιμος»
(για το σεληνιακό έτος) μήνας ο οποίος παρεμβαλλόταν μεταξύ τής 23ης και τής 24ης Φεβρουαρίου ανά διετία για αποφυγή ασυμφωνίας τού ημερολογίου σε σχέση με τις ώρες τού έτους («ἐμβολίμου μηνὸς μὴ γενομένου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μείς/μήν, αρχαίο όνομα για τη σελήνη (πρβλ. μήνη), έχει αντικατασταθεί σήμερα από τους εκφραστικούς τ. σελήνη και φεγγάρι. Έτσι η λ. μήν χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον μήνα. Ανάλογη εξέλιξη διαπιστώνεται και στη λατ., όπου ο αρχ. τ. mensis χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον μήνα, ενώ για τη σελήνη επικράτησε η λ. luna (πρβλ. και ιρλδ. mi «μήνας», escae «σελήνη» και αρμ. amis «μήνας», lusin «σελήνη»). Ωστόσο, σε άλλες γλώσσες δηλώθηκε με τον ίδιο τ. και ο μήνας και η σελήνη (πρβλ. αρχ. ινδ. mās- και māsa- «μήνας, σελήνη»). Ο αρχ. τ. τής ονομαστικής μείς (< *μηνς), μαρτυρημένος από την Ιωνική, ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mēns-, από όπου με βράχυνση τού -η- κατά τον βραχυντικό νόμο τού Osthoff- προήλθε ο τ. *μενς και με αντέκταση τού -ε- σε -ει- στην ιων. και -η- στη δωρ. προήλθαν οι τ. μείς/μής τής ιων. και δωρ., αντίστοιχα. Η γεν. μηνός (< *μηνσ-ος), αντίθετα, προήλθε με σίγηση τού -σ-, κατά τις παλαιές αντεκτάσεις, χωρίς να επηρεαστεί η ποιότητα τού φωνήεντος, αφού ήταν «εκ προελεύσεως» μακρό. Η ιων-αττ. ονομ. ενικού μήν είναι νεώτερος αναλογικός σχηματισμός από τη γεν. μην-ός, την αιτ. μήν-α κ.λπ. Ο τ. μεύς, τέλος, έχει σχηματιστεί από τη γεν. μηνός πιθ. αναλογικά προς το σχήμα Ζεύς, γεν. Ζηνός. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. meno, ο οποίος πιθανότατα αντιστοιχεί στη γεν. μηνός, και επίσης οι τ. menijo «μερίδα ή κατάλογος για έναν μήνα» και menoeja, επίθ. για τραπέζι σε σχήμα μισοφέγγαρου. Στην ΙΕ ρίζα *mēns- ανάγονται επίσης οι τ.: λατ. mensis, -is, αρχ. ινδ. mās- και māsa-, αβεστ. man-, γοτθ. mēna, αρχ. άνω γερμ. māno- «σελήνη» (πρβλ. και αγγλ. month, γαλλ. mois, γερμ. Μonat). Έχει υποστηριχθεί, εξάλλου, ότι από τη ρίζα *mēns- στις πλάγιες πτώσεις σχηματίστηκε νέο ουσ. με δισύλλαβο θέμα *mēnōs, mēnōt-, στο οποίο ανάγονται τα: λιθουαν. menuo και menesis «μήνας, φεγγάρι», γοτθ. menops «μήνας», καθώς και ο μυκηναϊκός τ. menoeja (πιθ. < *mēnōs/ *μήνως). Ο ρόλος, τέλος, τής σελήνης στη μέτρηση τού χρόνου οδήγησε πολλούς να υποστηρίξουν ότι η λ. συνδέεται με την ΙΕ ρίζα *mē- «μετρώ, υπολογίζω, σταθμίζω» (πρβλ. μῆτις, μέτρον και λατ. mētior «μετρώ»).
ΠΑΡ. μηναίος, μήνη, μηνιαίος, μηνίσκος
αρχ.
μηνάς, μηνιείος, μήνιον, μηνίς
νεοελλ.
μηνιάτικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μηνοειδής, μηνολογώ
αρχ.
μηνιάρχης, μηνίαρχος
μσν.
μηνογραφώ
μσν.- νεοελλ.
μηνολόγιον νεοελλ. μηναλλάγια. (Β' συνθετικό) δεκάμηνος, δίμηνος, δωδεκάμηνος, εικοσάμηνος, έμμηνος, ενδεκάμηνος, εννεάμηνος, εξάμηνος, τετράμηνος
αρχ.
βαρύμηνος, διχόμηνος, έκμηνος, οποσάμηνος, πάμμηνος, σύμμηνος, τελεόμηνος
νεοελλ.
δεκαοκτάμηνος, εικοσιτετράμηνος, επτάμηνος, οκτάμηνος, ολιγόμηνος, πεντάμηνος, πολύμηνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μηνᾶς — masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • μήνας — ο 1. μια από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του ημερολογιακού έτους που έχει διάρκεια 30 ή 31 συνεχών ημερών. 2. φρ., «Βρήκε το μήνα που τρέφει τους έντεκα», για αυτούς που βρήκαν τρόπο να έχουν λεφτά χωρίς να εργάζονται· «Εννιά έχει ο μήνας», είμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μηνάς — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μῆνας — μαίνομαι rage aor ind act 2nd sg (homeric ionic) μείς Ars Prooem. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήνας — Μήνᾱς , Μήνη moon fem acc pl Μήνᾱς , Μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνας — μήνᾱς , μαίνομαι rage aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) μήνᾱς , μήνη moon fem acc pl μήνᾱς , μήνη moon fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγιος Μηνάς — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 20 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτέμιδας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 50 μ., 3 κάτ.) των Φούρνων. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι στα… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλιακός μήνας — Βλ. λ. ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”